- βορβορότοπος
- ο болотистое место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βορβορότοπος — ο τόπος γεμάτος βούρκο, ακάθαρτος: Ο κήπος του εγκαταλειμμένου εξοχικού θύμιζε βορβορότοπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)